- Τεργέστη
- (Trieste). Πόλη (περίπου 231.047 κάτ.) της Ιταλίας, κοντά στα γιουγκοσλαβικά σύνορα, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (212 τ. χλμ.). Πόλη με αρχαιότατη καταγωγή, κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους το 177 π.Χ. και διαμορφώθηκε ως φρούριο και κατόπιν ως κοινότητα για να φτάσει σε μεγάλη ακμή στα χρόνια του Αυγούστου και των διαδόχων του. Αργότερα τη λεηλάτησαν οι Γότθοι και οι Λογγοβάρδοι. Στο τέλος του 13ου αι. την κατέλαβαν οι Βενετοί και το 1382 οι Αυστριακοί. Για πολλούς αιώνες υπήρξε μήλο της έριδας των γειτονικών της χωρών. Ελεύθερο λιμάνι το 1719 και έδρα της Εταιρείας της Ανατολής, γνώρισε αξιόλογη ακμή κατά τον 18o αι. κάτω από τους Αψβούργους ως διέξοδος της Αυστρίας στην Αδριατική. Το 1918 ενώθηκε με την Ιταλία· αλλά στον B’ Παγκόσμιο πόλεμο την κατέλαβαν οι Γιουγκοσλάβοι. Τελικά ξαναγύρισε, ύστερα από μακρές συνεννοήσεις, στην Ιταλία, εκτός από ένα μέρος του εδάφους της, που έμεινε στη Γιουγκοσλαβία.
Τα λιμάνια της Τ. είναι δύο. Στα βόρεια βρίσκεται το μεγάλο, που βελτιώθηκε με επιβλητικά λιμενικά έργα και στα δυτικά το μικρό με σύγχρονες εγκαταστάσεις. Η οικονομική δραστηριότητα της πόλης βασίζεται στη θαλάσσια θέση της ως ναυτικού σταθμού, που, παρά το ότι αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό της Ριγιέκα, έχει εμπορικές ανταλλαγές με τις ανατολικές χώρες και λειτουργεί ως αφετηρία πετρελαιαγωγών για μερικές περιοχές της κεντρικής Ευρώπης (πετρελαιαγωγός Τεργέστης - Ίνγκολστατ, στη Βαυαρία).
Ο ελληνισμός της Τ. Στις αρχές του 18ου αι. εμφανίζονται στην Τ. οι πρώτες οργανωμένες ομάδες Ελλήνων. Είναι έμποροι και προέρχονται συνήθως από τα Επτάνησα και τις ελληνικές παροικίες της δαλματικής Πόλας και των ιταλικών πόλεων (κυρίως της Νάπολης και της Βενετίας). Ο αριθμός των μόνιμα εγκατεστημένων Ελλήνων στην Τ. αυξήθηκε μετά το 1717 (οπότε η Τ. ανακηρύχθηκε ελεύθερο λιμάνι) και ιδίως μετά το 1718 (ειρήνη του Πασάροβιτς), οπότε άνοιξαν οι πόρτες του ανατολικού εμπορίου και οι δυνατότητες για την ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας έγιναν και για τους Έλληνες εμπόρους πολλαπλάσιες. Οι Έλληνες της Τ. ενίσχυσαν τον Αυστριακό αυτοκράτορα σε κρίσιμες περιστάσεις και δέχτηκαν γι’ αυτό εξαιρετικά προνόμια (1734), που έπεισαν τελικά πολλούς συμπατριώτες τους (στο Μεσολόγγι, στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη κ.α.) να μεταναστεύσουν κατά μεγάλες ομάδες στο πλούσιο λιμάνι του Αδρία. Σταθμός στην ιστορία της κοινότητας στάθηκε η έκδοση (20 Φεβρουαρίου 1751), ειδικού εγγράφου της Μαρίας Θηρεσίας, με το οποίο παραχωρούνταν στους Έλληνες σημαντικά προνόμια και άδεια για την ίδρυση ορθόδοξου ναού. Τον επόμενο κιόλας χρόνο οι άποικοι ολοκλήρωσαν το χτίσιμο του ναού του Aγίου Σπυρίδωνα, γεγονός που αποτέλεσε νέο κίνητρο για νέες μεταναστεύσεις Ελλήνων στην Τ. Σλαβικές ωστόσο πιέσεις τους ανάγκασαν σύντομα να χτίσουν άλλη εκκλησία, αφιερωμένη στα θρησκευτικά καθήκοντα αποκλειστικά των Ελλήνων. Ταυτόχρονα, οι άποικοι οργανώθηκαν για πρώτη φορά (1782) σε ιδιαίτερη αδελφότητα (Γένος), επικεφαλής της οποίας τοποθετήθηκαν ως επίτροποι 8 σύμβουλοι και 3 οικονομικοί επόπτες, ο κυβερνήτης (governatore) και δύο συγκάθεδροι (assessori). Το 1787 ολοκληρώθηκε και η ανοικοδόμηση του ελληνικού ναού, του Aγίου Νικολάου, που σώζεται και σήμερα σε κεντρική θέση της Τεργέστης. Ο πρώτος ωστόσο ελληνικός ναός ήταν του Aγίου Σπυρίδωνα (1751).
Ο πλούτος και η δύναμη της παροικίας στηρίζονταν στην εμπορική και βιοτεχνική δραστηριότητα των μελών της. Παράλληλα ωστόσο αναπτύχθηκε στην Τ. αξιόλογη εκπαιδευτική κίνηση, με την ίδρυση σχολείων (1802 κ.εξ.), όπου δίδαξαν μερικοί από τους κορυφαίους Έλληνες λόγιους του 19ου αι. (μεταξύ των οποίων και οι Κωνστ. Ασώπιος και Χριστόφορος Φιλητάς). Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε εκεί κατάλληλο περιβάλλον για φιλολογική και εκδοτική δραστηριότητα και κέντρο πατριωτικών κινήσεων (εδώ συνελήφθη το 1798 ο Ρήγας Φεραίος). Το 1821-24 η ελληνική κοινότητα της Τ. έγινε το καταφύγιο όχι μόνο των λειψάνων του Ιερού Λόχου του Δραγατσανίου, αλλά και πλήθους προσφύγων από την επαναστατημένη πατρίδα (περίπου 3. 000 ατόμων). Η Τ. αποτέλεσε επίσης και τελευταίο σταθμό για τους απόδημους Έλληνες και για τους φιλέλληνες, που από την κεντρική και δυτική Ευρώπη κατευθύνονταν προς την Ελλάδα για να πάρουν μέρος στην Επανάσταση. Μετά την απελευθέρωση η κοινότητα άρχισε σιγά σιγά να χάνει την παλαιότερη οικονομική και εκπαιδευτική της ακμή. Στην Τ. εκδιδόταν και μια από τις σπουδαιότερες ελληνικές εφημερίδες, η Νέα Ημέρα. Σήμερα παραμένουν ελάχιστοι Έλληνες, οργανωμένοι σε αδελφότητα και κληρονόμοι μακραίωνης και πλούσιας ιστορικής παράδοσης.
Τεργεσταία Εμπορική Τράπεζα. Τράπεζα που ίδρυσαν το 1850 στην Τεργέστη εκεί εγκατεστημένοι Έλληνες με επικεφαλής τον Λ. Μπερτουμή. Η τράπεζα εξελίχθηκε σε ανθηρό πιστωτικό ίδρυμα με 15 κεντρικά υποκαταστήματα και μεγάλο αριθμό πρακτορείων. Το 1897 διαχειρίστηκε σπουδαία ελληνικά οικονομικά συμφέροντα. Η τράπεζα εξάλλου προσέφερε μεγάλες πιστώσεις και δωρεές στο ελληνικό κράτος.
Αεροφωτογραφία της Τεργέστης από δορυφόρους της NASA (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Το εσωτερικό της ορθόδοξης εκκλησίας St. Spiridione στην Τεργέστη (φωτ. ΑΠΕ).
Η αποβάθρα της Τεργέστης και στο βάθος κεντρικής κεντρική πλατεία της πόλης (φωτ. ΑΠΕ).
«Σκι» στο χιονισμένο κέντρο της Τεργέστης (φωτ. ΑΠΕ).
Άποψη της Τεργέστης. Ύστερα από πολλές εναλλαγές, η πόλη έγινε ιταλική το 1919. Καταλήφθηκε από Γιουγκοσλάβους στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και ξαναγύρισε στην Ιταλία το 1954 ύστερα από διαπραγματεύσεις.
Dictionary of Greek. 2013.